νομπέλ

νομπέλ
και νόμπελ, το
μεγάλο ετήσιο διεθνές βραβείο που απονέμεται από το 1901 σε επιστήμονες και λογοτέχνες οι οποίοι διέπρεψαν, καθώς και σε κοινωνικούς και πολιτικούς παράγοντες για την εξαιρετική προσφορά τους στην προάσπιση τής παγκόσμιας ειρήνης, και το οποίο θεσπίστηκε από τον Σουηδό χημικό Άλφρεντ Νομπέλ, που διέθεσε τη μεγάλη περιουσία του για τον σκοπό αυτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από το όνομα τού Σουηδού ανθρωπιστή Α. Β. Nobel, που θέσπισε το βραβείο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Νόμπελ — το διεθνές βραβείο που δίνεται από το κληροδότημα του Σουηδού επιστήμονα Άλφρεντ Νόμπελ σε όσους διαπρέπουν στα γράμματα, τις επιστήμες κτλ.: Το βραβείο Νόμπελ της λογοτεχνίας δόθηκε στον Έλληνα ποιητή Γ. Σεφέρη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Νόμπελ, βραβεία — Βραβεία που ίδρυσε με τη διαθήκη του (27 Νοεμβρίου 1895) ο Άλφρεντ Νόμπελ, για να τιμούνται κάθε χρόνο οι πέντε προσωπικότητες χωρίς διάκριση φυλής ή εθνικότητας οι οποίες «στο έτος που πέρασε προσέφεραν τη μεγαλύτερη ωφέλεια στην ανθρωπότητα»,… …   Dictionary of Greek

  • Νόμπελ, Άλφρεντ Μπέρναρντ — (Alfred Bernhard Nobel, Στοκχόλμη 1833 – Σαν Ρέμο 1896). Σουηδός χημικός και βιομήχανος. Είναι διάσημος κυρίως για τα βραβεία που ίδρυσε. Μετά τις σπουδές του στην Αγία Πετρούπολη και στη Στοκχόλμη ασχολήθηκε με την παραγωγή εκρηκτικών. Οι… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • δυναμίτιδα — Εκρηκτική ύλη με βάση τη νιτρογλυκερίνη, η οποία αναμειγνύεται με στερεές ουσίες, έτσι ώστε το μείγμα που παρασκευάζεται να είναι πολύ λιγότερο επικίνδυνο από την καθαρή νιτρογλυκερίνη. Η νιτρογλυκερίνη, που ανακαλύφθηκε το 1846 από τον Ασκάνιο… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • νομπελίστας — ο, θηλ. νομπελίστρια κάτοχος τού βραβείου νομπέλ. [ΕΤΥΜΟΛ. < νομπέλ / νόμπελ + κατάλ. ίστας (πρβλ. αγγλ. nobelist) βλ. λ. νομπέλ] …   Dictionary of Greek

  • εκρηκτικές ύλες — Ουσίες ή μείγματα ουσιών, τα οποία σε συνθήκες μιας εξωτερικής διέγερσης μπορούν να μετατραπούν ταχύτατα –με μία εξώθερμη αντίδραση αποσύνθεσης που συνοδεύεται συνήθως από καύση– σε έναν μεγάλο όγκο αερίων και ουσιών πτητικών σε υψηλή θερμοκρασία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”